σελιδοθέτης

σελιδοθέτης
ο, Ν
ειδική μεταλλική πλάκα την οποία χρησιμοποιούν στην τυπογραφία για την τοποθέτηση και μεταφορά τής στοιχειοθετούμενης σελίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. βιβλιο-θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Φέρμπο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σελιδοθέτης — ο ορθογώνια μεταλλική πλάκα για την τοποθέτηση των τυπογραφικών στοιχείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”